top of page
Search

Thoughts on a Photo

People walk along a long road. Some are going, others returning;some walk slowly, others hurry, almost running. Some listen to music, others speak—to themselves or to their companions.

The road is lit by crimson lights; their shadows meet, merge for a moment, intertwine and silently part again.

But not the people themselves. They dare not step out of their fleshly shell, to cross the invisible boundary that separates mere existence from true connection. Not even for a single moment. Their eyes fixed straight ahead, they march obediently towards an unknown purpose, without daring to truly look at one another.


And all around them the world whispers softly: the sea breathes heavily, the wind slides over the waves, the lamps flicker in the cool night air. Even the moon, hesitant, delays its rising behind the dark veil of the water.


I, too, stand among them— just another passerby, my steps slow, my thoughts heavy. I wonder: how many shadows have brushed past me tonight unnoticed? How many souls have walked beside me without a word, without a glance, without the sharing of even a breath?


Perhaps this is the fate of humankind: to draw near, to almost touch, but never to break through the wall of solitude. And perhaps this night’s quiet procession, beneath the crimson light and the reluctant full moon, is the silent confession of that truth.

Yet another thought stirs within me: perhaps there exists a moment— brief as a flicker of light— when two gazes meet, two steps fall into rhythm, two beings approach beyond flesh and fear. Rare though such a moment may be, it is enough to crack the shell.


I lift my eyes and wait for the moon to appear, to rise slowly from the sea, hoping that tonight, too, some shadow might dare to become light

Οι άνθρωποι βαδίζουν σ’ έναν μακρύ δρόμο. Άλλοι πηγαίνουν, άλλοι επιστρέφουν· κάποιοι περπατούν αργά, άλλοι βιάζονται, σχεδόν τρέχουν. Μερικοί ακούν μουσική, άλλοι μιλούν μόνοι τους ή με συντροφιά. Ο δρόμος φωτισμένος από τα κόκκινα φώτα· οι σκιές τους συναντιούνται, σμίγουν για μια στιγμή, μπλέκονται και ξαναχωρίζουν σιωπηλά. Μα όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Αυτοί δε βρίσκουν το θάρρος να βγουν από το σαρκικό τους περίβλημα, να περάσουν το αόρατο σύνορο που χωρίζει την ύπαρξη από την επαφή.


Ούτε για μια στιγμή. Με μάτια στραμμένα μπροστά, προχωρούν πειθήνια προς έναν άγνωστο προορισμό, δίχως να τολμούν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον κατάματα. Και γύρω τους ο κόσμος σιγοψιθυρίζει: η θάλασσα ανασαίνει βαριά, ο άνεμος γλιστρά πάνω απ’ τα κύματα, οι λάμπες τρεμοπαίζουν από τη νυχτερινή δροσιά. Ακόμη κι η σελήνη, διστακτική, αργεί ν’ αναδυθεί από το σκοτεινό πέπλο της θάλασσας.


Στέκομαι κι εγώ ανάμεσά τους, ένας ακόμη περαστικός, με βήματα αργά, με σκέψεις βαριές. Αναρωτιέμαι: πόσες σκιές πέρασαν δίπλα μου απόψε χωρίς να τις προσέξω; Πόσες ψυχές βάδισαν κοντά μου δίχως να ανταλλάξουμε έστω μια λέξη, ένα βλέμμα, μια ανάσα; Ίσως έτσι να είναι φτιαγμένη η ανθρώπινη μοίρα: να πλησιάζει, να αγγίζει στα όρια, μα ποτέ να μη διαπερνά το τοίχωμα της μοναξιάς. Κι ίσως αυτή η νυχτερινή πορεία, κάτω απ’ το κόκκινο φως και την αργοπορημένη πανσέληνο, να είναι η σιωπηλή ομολογία αυτής της αλήθειας.


Μα μέσα μου γεννιέται κι άλλη σκέψη: μπορεί να υπάρχει μια στιγμή, μικρή σαν αναλαμπή, όπου δύο βλέμματα διασταυρώνονται, δύο βήματα συγχρονίζονται, δύο υπάρξεις πλησιάζουν πέρα από τη σάρκα και το φόβο. Ίσως να είναι σπάνια τούτη η στιγμή, μα αρκεί για να ραγίσει το περίβλημα.


Σηκώνω το βλέμμα και περιμένω το φεγγάρι να φανεί, ν’ ανατείλει αργά μέσα απ’ τη θάλασσα, ελπίζοντας πως κι απόψε κάποια σκιά θα τολμήσει να γίνει φως.


 
 
 

Comments


bottom of page